- βαρύδικος
- βαρύ-δῐκος, ον,A taking heavy vengeance,
ποινά A.Ch.936
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποινά A.Ch.936
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαρύδικος — βαρύδικος, ον (Α) εκείνος που παίρνει βαριά, σκληρή εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + δικος < δίκη «ποινή, τιμωρία»] … Dictionary of Greek
βαρύδικος — taking heavy vengeance masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek